βαθύς

βαθύς
Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου.
* * *
βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, -ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε βαθύτερο σημείο σχετικά με άλλα αντικείμενα («βαθύ πηγάδι», «βαθεία τάφρος»)
2. εκείνος που φθάνει βαθιά, που προχωρεί σε βάθος («βαθιά ρίζα, βαθιά πληγή», «βαθεία πληγή», «βαθεία τομή»)
3. (για τη νύχτα) προχωρημένη, στις μικρές ώρες («νύχτα βαθιά», «βαθεῑα νύξ»)
4. (για το χρονικό διάστημα πριν από την αυγή) σκοτεινός ακόμη («βαθιά χαράματα», «ὄρθρος βαθύς»)
5. με μεγάλο μήκος ή πλάτος («βαθιά σπηλιά», «σπήλαιον βαθύ», «βαθεῑαι φάλαγγες»)
6. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός, σκιερός («βαθύ πράσινο», «πορφύριον βαθύτερον»)
7. πυκνός, δασύς («βαθύς λόγγος», «λειμών βαθύς», «πώγων βαθύς»)
8. (για την ηλικία) προχωρημένος, περασμένος («βαθιά γεράματα», «βαθύ γήρας»)
9. (για τον ύπνο) βαρύς, ληθαργικός («βαθύς ύπνος»)
10. (για κατάσταση) πλήρης, απόλυτος («βαθιά σιγή», «βαθεῑα σιωπή», «βαθεῑα εἰρήνη»)
11. συνετός, εμβριθής («βαθιά ανάλυση», «βαθιά λόγια», «βαθεῑα φρήν», «βαθύς μελετητής», «βαθύς τῃ φύσει στρατηγός»)
12. κρυψίνους, πονηρός
νεοελλ.
1. δυσνόητος («βαθιά Ελληνικά» — δυσνόητη αρχαΐζουσα)
2. αυτός που ακούγεται από μακριά («βαθιά φωνή», «βαθύ βογγητό»)
3. μαλακός, αναπαυτικός («βαθύς καναπές»)
4. το ουδ. ως ουσ. το βαθύ
ο γκρεμός (παροιμ., «μπρός βαθύ και πίσω ρέμα» — αδιέξοδο ανάμεσα σε δύο κακά)
αρχ.
1. υψηλός («βαθέης ἐξάλλεται αὐλῆς» — από τον ψηλό φράχτη της αυλής)
2. ισχυρός, δυνατός («βαθέῃ λαίλαπι»)
3. (για έδαφος) παχύς, εύφορος
4. πλούσιος, άφθονος («βαθὺς ἀνήρ», «βαθύς οἴκος», «βαθύς πλοῦτος». ΙΙ. επίρρ. βαθιά (AM βαθέως)
σε βάθος ή από το βάθος
μσν.- νεοελλ.
από μακριά
νεοελλ.
1. στο βάθος ή από το βάθος της ψυχής
2. (για λογισμό) έντονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, τα βαθύς, βένθος ανήκουν στην ίδια ετυμολογική ομάδα, όπου το βένθος αποτελεί την απαθή βαθμίδα, το δε βαθύς τη συνεσταλμένη (βηθ-). Αν όμως δεχθούμε ότι το βένθος είναι αναλογικός σχηματισμός κατά το πένθος, τότε το βαθύς πιθ. προέρχεται από την ασθενή βαθμίδα του βήσσα*. Κατ' άλλη υπόθεση, το βαθύς συνδέεται με ρίζα *gwmbh (πρβλ. βάπτω, αρχ. σκανδ. kvefja «βουτώ κάποιον στο νερό, πνίγω», βόθρος, βόθυνος), ήτοι gwmbh--u < *βαφύς < βαθύς, με ανομοίωση του -φ- σε -θ-. Το επίθ. βαθύς απαντά σ' όλη τη διάρκεια της ελληνικής γλώσσας από τον Όμηρο και την Κοινή, χρησιμοποιείται δε συνήθως για τάφρο, όχθη, βάραθρο, περίβολο, δάσος ή βλάστηση, ενώ πολυάριθμες είναι οι μεταφορικές χρήσεις της λ. κυρίως με την έννοια της δύναμης και της αφθονίας. Στον Όμηρο και τον Πίνδαρο το βαθύς χαρακτηρίζει τον νου, την ευφυΐα, στην Ιλιάδα είναι επίθ. της λαίλαπος, ενώ στον Ξενοφώντα επίθ. προσώπου «βαθύς ἀνήρ»). Τέλος, κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, το βαθύς προσδιορίζει την εμβρίθεια και σταθερότητα του χαρακτήρα, σε αντίθεση με την έννοια της ελαφρότητας (Πολύβιος, Κικέρων).
ΠΑΡ. βαθύτητα (-ύτης), βαθύνω (-αίνω)
νεοελλ.
βαθουλός.
ΣΥΝΘ. βλ. βαθύ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βαθύς — deep masc nom sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύς, -ιά, -ύ — 1.που έχει βάθος: Τον κατάπιε η βαθιά θάλασσα. 2. βαρύς, ληθαργικός: Έπεσε σε βαθύ ύπνο. 3. μεγάλος, πλήρης: Ξέσπασε βαθιά πολιτική κρίση. 4. προχωρημένος χρονικά: Έζησε ως τα βαθιά γεράματα. 5. σκούρος, σκοτεινός: Βαθύ πράσινο χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαθέα — βαθύς deep fem nom/voc sg (epic ionic) βαθύς deep neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βαθέᾱ , βαθύς deep fem nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυτάτω — βαθύς deep masc/neut nom/voc/acc dual βαθύς deep masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυτάτων — βαθύς deep fem gen pl βαθύς deep masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυτάτως — βαθύς deep adverbial βαθύς deep masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυτέρω — βαθύς deep masc/neut nom/voc/acc dual βαθύς deep masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυτέρων — βαθύς deep fem gen pl βαθύς deep masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ — βαθύς deep masc voc sg (ionic) βαθύς deep neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύτατον — βαθύς deep masc acc sg βαθύς deep neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”